- συναναμίγνυμι
- смешивать вместе; страд. перен. сообщаться, быть в общении, соединяться.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» … Dictionary of Greek
συναναμεμιγμένα — συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl συναναμεμιγμένᾱ , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc/acc dual συναναμεμιγμένᾱ , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) συναναμεμῑγμένα , συναναμίγνυμι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμέναι — συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc pl συναναμεμιγμένᾱͅ , συναναμίγνυμι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) συναναμεμῑγμέναι , συναναμίγνυμι perf part mp fem nom/voc pl συναναμεμῑγμένᾱͅ , συναναμίγνυμι perf part mp fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένον — συναναμίγνυμι perf part mp masc acc sg συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg συναναμεμῑγμένον , συναναμίγνυμι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένων — συναναμίγνυμι perf part mp fem gen pl συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf part mp fem gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl συναναμεμῑγμένων , συναναμίγνυμι perf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένην — συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) συναναμεμῑγμένην , συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) συναναμεμῑγμένην , συναναμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένοι — συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl συναναμεμῑγμένοι , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl συναναμεμῑγμένοι , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένος — συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg συναναμεμῑγμένος , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg συναναμεμῑγμένος , συναναμίγνυμι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένους — συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl συναναμεμῑγμένους , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl συναναμεμῑγμένους , συναναμίγνυμι perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμεμιγμένῳ — συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg συναναμεμῑγμένῳ , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg συναναμεμῑγμένῳ , συναναμίγνυμι perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναμίσγεσθε — συναναμίγνυμι pres imperat mp 2nd pl συναναμίγνυμι pres ind mp 2nd pl συναναμίγνυμι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)